Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2017




ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ  
(Απόσπασμα από το Βιβλίο : "Η Ιστορία των Κερδυλλίων" του κ. Γεωργιου Κ. Κυρμελή)

ΧΩΡΙΑ - ΑΝΘΡΩΠΟΙ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ  



4.1 ΤΑ ΧΩΡΙΑ
4.1.1 ΑΝΩ ΚΕΡΔΥΛΛΙΑ


         Τό νά ἐπισκεφθεῖ προπολεμικά κάποιος ξένος τά Κερδύλλια ἔπρεπε νά τό σκεφθεῖ καλά. Ἐκτός ἄν κατά τύχη εὔρισκε στό Τσάγεζι κανένα φορτηγό γιά πάνω. Ἀλλοιῶς μέ τά πόδια. Αὐτοκίνητο δέν βρῆκα. Ρώτησα καί μοῦ ἔδειξαν τό χωματόδρομο, δεξιά κατά τή διεύθυνση τοῦ δρόμου προς Θεσσαλονίκη-στήν ἄκρη τοῦ σημερινοῦ χωριοῦ, ἐκεῖ, κατά τή μεριά τοῦ σημερινοῦ Δασοφυλακείου. Στενός ὁ δρόμος μέ βία χωροῦσε ἕνα φορτηγό. Κοίταξα ψηλά· δέ φαίνονταν οὔτε τά Κάτω Κερδύλλια. Διέκρινα τίς στροφές τοῦ δρόμου καί πιό δεξιά ἕνα καμπαναριό στήν κορφή ἑνός λόφου. Εὐτυχῶς δέν εἶχα μπαγάζια. Ξεκίνησα βιαστικά. Μά τά πόδια ἄρχισαν νά βαραίνουν ἐκεῖ παραπάνω. Στάθηκα λίγο. Στράφηκα ἀνατολικά καί θαύμασα τή γαληνεμένη θάλασσα καί τίς ἐκβολές τοῦ Στρυμόνα. Στό δρόμο εἶχα καί παρέα. Λίγο παραπάνω ἀπό τό Καλαμούδι μέ πρόφτασε ἕνας Ἀνωκερδυλλιώτης, Περικλῆς τό ὄνομα, νέος καμιά εἰκοσιπενταριά χρονῶν. Γνωριστήκαμε. Ἔδειξε ἐνδιαφέρον νά μάθει ποῦ πήγαινα μόνος στό χωριό. Τοῦ εἶπα πώς ἔχω συγγενεῖς. Χάρηκε. Συνεχίσαμε χωρίς πολλές κουβέντες. Πήρα θάρρος κι ἄρχισα νά τόν ρωτῶ γιά τό χωριό, τούς ἀνθρώπους, τίς δουλειές τους. Ἀνοίχτηκε κι ἐκεῖνος. Ἀρκετά ψηλά, ἀριστερά, ὑπῆρχε ἕνα μονοπάτι πού χώριζε τό δρόμο. «Ἀπό δῶ πααίν’ στού Μαναστήρ᾽ τούν Ἁηδημήτρη. Εἶναι θκόμας μά τώρα τό ἔχουν κάτ᾽ καλουγέρ᾽ » πρόλαβε ὁ φίλος. Τραβήξαμε δεξιά. Λίγο παραπάνω ἕνα ἰσιάδι. Τό μέρος ἐδῶ ὀνομάζεται «Καραμπελιᾶς». Ἐδῶ κάτι Ἀνωκερδυλλιῶτες σκότωσαν τόν Καραμπελιά, συμπατριώτη τους, γιά μηδαμινό χρέος: ἕνα φορτίο σαρίκια. Πότε ἔγινε αὐτό ἄραγε. Ἴσως πολύ παλιά, ἐπί Τουρκοκρατίας «Μπά, ὄχι, ἔχ᾽ καμιά δικαριά χρόνια» μοῦ λέει ὁ Περικλῆς. Πιάνεται ἡ ψυχή σου. Γιά ἕνα φορτιό σαρίκια....Ἄρχισα νά ἱδρώνω. Λίγο παραπάνω σταθήκαμε καί πάλι. «Δῶ τού μέρους λέγιτι Γκραντίσκους», μοῦ λέει. «Ἕνας ἀρχιουλόγους μᾶς εἶπι ὅτι δῶ ἦταν τά 
ἀρχαῖα Κιρδύλλια.» Ἀνέβηκα πέντε-ἕξι μέτρα, δέ φαίνονταν τίποτα. Φαίνονταν ὅμως τώρα ἡ θάλασσα καί ὁ Στρυμόνας στά πόδιασου. Καθίσαμε λίγο. Ὁ Περικλῆς ἦταν ἕνα ντροπαλό παληκάρι. Τοῦ ἔδωσα τσιγάρο, μά δέν κάπνιζε. Ἀκόμα δέν ἦρθε στά χωριά αὐτά ὁπολιτισμός. Ἀκοῦς ἐκεῖ 25χρονῶν ἄνδρας καί νά μή καπνίζει... Σέ λίγο ξεκινήσαμε ἀφήνοντας τούς ἀρχαίους Κερδυλλιῶτες στόν αἰώνιο ὕπνο τους. Θά τούς ξυπνήσει ἄραγε κάποτε καμιά ἀρχαιολογικήσκαπάνη; Ἀριστερά καθώς ἀνεβαίνουμε φαίνονταν μια χαράδρα λάκκος μεγάλος- πού ξεχώριζε γιά τή μορφή βλάστησης πού πρόδινε νερό.  Δυτικά καί ἀρκετά μακρυά ὑπάρχει μιά ἄλλη βρυσούδα μέ τόὄνομα «τοῦ καλόγε
ρου τσεσμές» (βρύση). Κάποιος μοναχός ἀπ’ τό μετόχι μάζεψε τό νερό, ἔβαλε κι ἕνα σουλνάρ᾽ πρόχειρο πέτρινο ἤ λαμαρινένιο σωλήνα, κι ἔγινε ἡ βρύση γιά τούς κατάκοπους ὁδοιπόρους πού ἀνέβαιναν στό χωριό. Λίγο παραπάνω πάλι ἕνας δρόμος ἀριστερά καί σέ μικρή ἀπόσταση 
τά παλιά ἀμπέλια πού ἔδιναν ἐξαιρετικῆς ποιότητας σταφύλια καί κρασί. Καί λίγο παρακάτω μια βρύση τό «Σιουλνάρ᾽ », μέ πολύ καλό νερό, ζεστό τό χειμώνα, κρύο τό καλοκαίρι.Συνεχίζουμε. Μετά λίγη ἀνηφόρα ὁ τόπος ἰσιάζει. «Δῶ τού μέρους τού λέμι Λάκβα188». Λίγα σταροχώραφα. Πλησιάσαμε· περάσαμε κάτι, μικρά ἀκόμη, πεῦκα πού τά φύτεψαν οἱ μαθητές τοῦ σχολείου 
με ἐπικεφαλῆς τό δάσκαλό του Θανάση Γκένιο. Μπράβο! Τό μέρος ἐδῶ, λέει ὁ Περικλῆς «τό λέμε Δερνάρ’ δῶ παλιά ἦταν ἕνα δέντρου-μεσέ του λέμε (δρῦς)- πάρα πουλύ ψηλό κι χουντρό πιό πουλύ, μά μιά μέρα ἕνας κιραυνός τού ἔκανι κουμμάτια, πάει», εἶπε λυπημένος. Ὄντως φαίνονταν ὁ τόπος. Εὐτυχῶς σώθηκε χαμηλά ἕνα κλαδί του. Ἐντείναμε τό βῆμα καί σέ 2-3 λεπτά βγήκαμε σ᾽ ἕνα ξέφωτο  
Χωράφια κι ἐδῶ καί ἀμπέλια περιποιημένα. Δίπλα ἕνα δρομάκι πού 
πάει κάτω, στή θάλασσα, στό Στόβουλο. Μπροστά μας ἁπλώνονταν 
τό χωριό, μά ὄχι ὅλο. Καταλάβαινες ἀμέσως πώς ἦταν τό μισό.
Ἐδῶ οἱ δρόμοι μας ἔπρεπε νά χωρίσουν. Τόν εὐχαρίστησα γιά 
τήν παρέα καί τοῦ ζήτησα νά μοῦ δείξει τό συγγενικό μου σπίτι, μά 
ἐκεῖνος ἐπέμενε νά μέ φιλοξενήσει στό δικό του. Ὅταν εἶδε πώς δέν 
γίνονταν, μέ παρακάλεσε αὔριο νά μέ ξεναγήσει «νά σύ δείξου τού
χωριό, γιατί συγγινίδι ς᾽ εἶνι μπαρμπάδις, ἔχουν τά χρουνούδια
τς᾽»
Ὄντως εἶχαν τά χρονάκια τους. ‘H γιαγιά Εὐανθία χάρηκε τήν
παρουσία μου. Συγγενής καί Στεφανιώτης, τί ἄλλο ἤθελε.Ὁ παπποῦς 
Ἀριστοτέλης (Παπαγεωργίου) κουβάλησε ἀπό τό παντοπωλεῖο του 
τοῦ κόσμου τά καλούδια. Εἴπαμε, εἴπαμε πολλά, πέρασε ἡ ὥρα. Ἐδῶ
πάνω δέν εἶναι ὁ ζεστός κάμπος.
Ἄρχισε νά κρυαδιάζει. Μιά κουβέρτα ἦταν ὅ,τι ἔπρεπε. Νωρίς τό 
πρωί ὁ Περικλῆς χτύπησε τήν πόρτα. « Τί ρέ Πιρικλῆ τέτοια ὥρα;»
μουρμούρισε ἡ γιαγιά. «Νά πάρου τούν ἀγκουνό σ᾽ νά τούν δεί
ξου τού χουριό» εἶπε χαμογελαστά. Χαμογέλασε κι ἡ γιαγιά καί τόν 
πέρασε μέσα. Τό «σπίτι τους» ἦταν ἀρκετά μεγάλο, μά δέν ἦταν δι
κό τους. Ἦταν τοῦ Καραμπελιά, ἄδειο τώρα ἀπό τούς ἰδιοκτῆτες,
καί τό νοίκιαζαν. Δίπατο, ὅπως ὅλα τά σπίτια τοῦ χωριοῦ. Ἔμεναν 
ἐπάνω. Κάτω εἶχε τό παντοπωλεῖο του ὁ παπποῦς.
Ντύθηκα καί βγῆκαμε. Μοῦ εἶπε νά πᾶμε ἀπό τήν ἀρχή, ἀπό κεῖ
πού μπαίνουμε στό χωριό. Πήγαμε. Μπροστά μας ἕνας φαρδύς σχε
τικά δρόμος, ἴσιος πού, καθώς φαίνονταν, ὁδηγοῦσε στό βουνό. Ὁ 
Κεντρικός δρόμος τοῦ χωριοῦ, στόν Πάνω Μαχαλᾶ. Χώριζε τό πά
νω μέρος τοῦ χωριοῦ σέ δυό. Τό βλέμμα μου στράφηκε στά βουνά.
«Κεῖ, ἀπέναντι εἶνι «τ᾽ ἤλιου τού μάτ᾽ » πρόλαβε, «κι ἀπ πού κεῖ σ᾽
ἀπάν τού Στιφανίτκου». Χαμογέλασα. Κοντά τό χωριό μου,γι᾽ αὐτό 
τόσο στενές σχέσεις παλιότερα, καί τώρα ἀκόμη. Συνῆλθα. Ἐδῶ ψη
λά, στήν ἀρχή τοῦ χωριοῦ, ξεχώριζε τό καμπαναριό, κτισμένο στήν
κορυφή τοῦ μπροστά μας λοφίσκου. Πετρόκτιστο, πολύ παλιό, μέ
ἐσωτερική σκάλα. Δυό πατώματα καί μετά τό ἄνοιγμα μέ τίς καμπά
νες. Δυό, ἡ μιά μεγαλύτερη ἀπό τήν ἄλλη καί ἕνα σήμαντρο ξύλινο. 
Τίς καθημερινές χτυποῦσε ἡ μικρή . Τό Σαββατοκύριακο ἡ μεγάλη 
καί σέ μεγάλες γιορτές καί τό σήμαντρο. Τό Πάσχα, τή Δεύτερη 
Ἀνάσταση, ὅλα μαζί, χαλασμός! Μά ἡ Ἐκκλησία, ὁ ναός; « Ἄ, δέν 
εἶνι δῶ· Ἰκκλησία εἶνι σ᾽ ἀκάτ᾽, κεῖ πού κάτ᾽, στού Μεσουχώρ᾽ ». 
Δίπλα μας ἁλώνια καί ἀχυρῶνες. Νά ἐδῶ εἶναι τ᾽ ἁλώνι τοῦ Καλώτα καί τοῦ Κουτκούδη, τό ἔχουν μισό-μισό. Δίπλα τοῦ Νεστορούδη. Ἐδῶ εἶναι ἀχυρῶνες τοῦ Ἀντώνη Τζιαμούδη, τοῦ Κώστα τοῦ Ψαλλίδα καί δῶ τοῦ Ράδου. Βλέπουμε τή δεξιά πλευρά τοῦ Κεντρικοῦδρόμου. Λίγο παραπέρα ὑψώνεται τό Σχολεῖο. Παλιό κτίριο, τίποτα τό ἰδιαίτερο. ‘H εἴσοδος εἶναι ἀπό μπροστά. Ἀνεβαίνουμε 3-4 σκαλοπάτια. ‘H αὐλή κτισμένη-τριγυρισμένη μέ τοιχίο. Καί σχεδόνσκεπασμένη μέ μιά κληματαριά. Μπροστά μας, κάτω, ἀριστερά τόγραφεῖο. Καί δίπλα «η Κοινότητα-τό γραφεῖο».Ἀνεβαίνουμε πάνω. Δύο αἴθουσες. Μιά μεγάλη, ὅπου γίνεται συνδιδασκαλία, οἱ Γ, Δ,) καί Ε, ΣΤ τάξεις, γεμάτες θρανία, ἕνα τραπέζικαί μιά καρέκλα γιά τό δάσκαλο καί ὁ μαυροπίνακας στόν τοῖχο. Στή μεγάλη ἔκανε μάθημα ὁ δάσκαλος, ἕνας νεαρός λεβέντης ἀπότό Καρπενήσι: Βασλίλης Ράγκος. Μᾶς δέχεται καλόκαρδα. Μᾶς λέει πῶς, Καρπενησιώτης αὐτός, βρίσκεται στά Κερδύλλια. Δέν παραπονιέται, μά νά,πόλεμος τώρα, κι αὐτός βρίσκεται μακρυά ἀπότούς δικούς του. «Καλός κόσμος, φτωχός μά φιλότιμος καί δουλευτάρης». Τοῦ λέω γιά τά λίγα παιδιά. Ἄ, ἐδῶ προέχει ἡ δουλειά καίτῶν μικρῶν. Βόσκουν τά γελάδια γύρω ἀπ’ τό χωριό. Μιλᾶμε λίγο,μά ξαφνικά ἀκούγονται κάτι φωνές: « Κίριι, κύριι, Λιόλιους μι βαράει! ». Ὁ μιά πιθαμή πιτσιρικᾶς χτυποῦσε τόν Κώστα τ᾽ παπᾶ!, ἕνα παληκαράκι δυό φορές ψηλότερο τοῦ Λιόλιου!. Γέλασε ὁ δάσκαλος, γελάσαμε ὅλοι καί τούς ἀποχαιρετίσαμε. Πιάνουμε τώρα τήν ἀριστερή πλευρά τοῦ δρόμου. Πρῶτα-πρῶτα ὑπάρχουν δυό ἀλώνια: τοῦ Ἀλέξη τοῦ Κολυφοῦ καί τοῦ Γιώργου Ἀγρουλιᾶ. Αὐτά τά ἁλώνια... Παραπέρα, στή γωνία, τό καμένο σπίτι τῆς Σοφίας Κατσαμπρόκα. Ἀλήθεια πῶς κάηκε τό σπίτι αὐτό μέσα στό χωριό; Καί τί ἔγινε ἡ καημένη ἡ Σοφία; Μπαίνουμε σ᾽ ἕνα στενό δρομάκι. Ἀριστερά μας τό σπίτι τοῦ Γιώργου Μαραγκοῦ, ἕνα μεγάλο δίπατο σπίτι. Πάνω οἱ ἄνθρωποι καί κάτω τά κτήνη. Παντοῦ, σ᾽ὅλα τά σπίτια. Σήμερα ὁ Μπαρμαγιώργης ξιαρίζει, ἤγουν ξύνει τίς κοπριές καί τίς φκιαρίζει βγάζοντάς τες ἔξω ἀπό τό ἀχούρι. Πίσω ἀκριβῶς τό σπίτι τοῦ Δημητροῦ Σταμέρη. Μικρό μά βολικό. Λίγο παραπέρα, ἀριστερά, τῶν Παπαγεωργίου, Μάλαμα, Νίκου, μεγάλο σπίτι· τοῦ Ματσίκη καί πιό πέρα τοῦ Ἀριστοτέλη Στεργιανοῦ. Γυρνᾶμε πάλι στήν ἀρχή τοῦ δρομίσκου. Ἐδῶ ὑπάρχει ἄνοιγμα ἀρκετό. Μᾶς ὑποδέχεται ἕνας βαθύσκιος φραγκοπλάτανος. Στεκόμαστε λίγο. Τό ἀρκετά μεγάλο αὐτό ἄνοιγμα εἶναι ἡ μεγάλη πλατεία τοῦ χωριοῦ. Δέν περιμένω νά τή δῶ πλακόστρωτη. Εἶναι ὅμως καθαρή, τό χῶμα πατημένο. Πολυγωνική, θά ἔλεγα Ἐδῶ δεσπόζει τό σπίτι τοῦ Κώστα Ματσίκη. Μεγάλο μέ δυό τρεῖς οἰκογένειες. Τοῦ ἴδιου καί τῶν παιδιῶν του. Δίπατο κι αὐτό μέ τήν εἴσοδο ἀπό τήν πλευρά τοῦ δρόμου. Τό ἀχούρι αὐλίζεται πρός τήν πλατεία μέ μιά μεγαλούτσικη πόρτα. Ὁ Μπαρμπακώστας τό μετέτρεψε σέ καφενεῖο. Καναδυό παράθυρα καί ἡ πόρτα πάντα ἀνοιχτή νά ἀερίζεται, νά βγαίνουν οἱ καπνοί, ντουμάνι. Μπαίνω καί καλημερίζω. Ἀνταπαντοῦν, μά μέ βλέπουν παράξενα. Ποιός εἶναι αὐτός ὁ ξένος. Τή λέξη αὐτή, ξένος, τή χρησιμοποιοῦσαν πολύ οἱ Κερδυλλιῶτες, ἀκόμη καί γιά κείνους πού ἦρθαν ἀπό αλλοῦ καί τελικά πολιτογραφήθηκαν Κερδυλλιῶτες. Τό ἐπίθετο ὅμως «ξένος» τούς ἀκολουθοῦσε. Τούς εἶπα ποιός εἶμαι. Χαμογέλασαν καί προσφέρθηκαν νά μέ κεράσουν. «Ἕνα μπερδεμένο», εἶπα κι ὁ καφετζῆς κατάλαβε. Ἔφερε ἕνα ποτηράκι μέ κονιάκ μέ λίγη μέντα, θαῦμα. Μικρό τό καφενεδάκι μέ τά σημερινά μέτρα. Λίγα τραπε- ζάκια μεταλλικά, ἐκεῖνα τά στρογγυλά, σχεδόν λαμαρινένια, πού κλίνουν στή μέση κι ἀνοίγουν λίγο γιά νά στηριχθοῦν σέ τρία πόδια. Στήν ἄκρη τό κουρεῖο τοῦ Κώστα Κουτλούδη, ἕνα τραπέζι μέ τίς μηχανές κι ἕνα καθρεπτάκι. Δυό αὐγά τό κούρεμα συνήθως. Ποῦ καί ποῦ καμιά δραχμή. Συνηθισμένοι πελάτες τοῦ καφενείου ὁ Μαυρόγιαννος, ὁ Θανάσης Μυλωνᾶς, ὁ πρόεδρος, ὁ δάκαλος καί μερικά ἄλλα «παληκάρια τοῦ ποτηριοῦ».Τά ἔτσουζαν καί κάπου κάπου ἄρχιζαν τά παλιογκαιρίσια τραγούδια, γιά μιά χήρα μέ τό ὀρφανό της πού τρέχουν ὅλοι νά τή βοηθήσουν...Κι ὁ Θανάσης Μυλωνᾶς, ἕνας ἐκπληκτικός γλεντζές καί τραγουδιστής, πάντα στό τέλος ψιθυρίζει τό «δικό» του (γιά τή γυναίκα του) τραγούδι : 

Μαρί μαριόλα Μαριορή
πού φαίνσ᾽ στούν ἀργαλιό πανί ( ὑφαίνεις)
πού φαίνσ᾽ στούν ἀργαλιό πανί
νά κάνς τού Διαμανῆ βρακί

Στό καφενεῖο αὐτό γίνονταν πάντα οἱ μεγάλοι χοροί τοῦ χωριοῦ. 
Γάμοι, βαφτίσια κι ἄλλες περιστασιακές ἐκδηλώσεις. Τό χειμώνα μέ
σα, ἀπό τήν ἄνοιξη καί μετά τά τραπέζια ἔξω. Κι ὁ χορός στή χωμά
τινη πλατεία. Δέν πειράζει πού μερικά κορίτσια «πιδικλώνουνταν»,
ἀρκεῖ πού ὁ Σαπουνᾶς κι ὁ Κύρκος ἔπαιζαν καλά. Πολύς κόσμος γύρω. Τά γκουλιάρια τριγυρνοῦσαν στό κέντρο φωνάζοντας καίσηκώνοντας σύννεφο σκόνη. Παραγγελία τοῦ Μπαρμπαμήτσικα: «Aman doktor», ἀργός ρυθμός, σιγανό συρτό. Πρῶτος σέρνει τό χορό· ἀκολουθοῦν τά μπρατίμια· πιάνεται καί ἡ γυναίκα του καί οἱνῦφες του. Κι ἄλλες, κυρίως ἡλικιωμένες. Ἀργό τό βῆμα, μεγαλοπρεπές. Αὐτός ὁ χορός θέλει ὄχι τέχνη - εἶναι ἀπλᾶ τά βήματα, μά θέλουν σιγουργιά καί μεγαλοπρέπεια. Ὄρθιο τό κορμί, τσακίσματαὅπου πρέπει, τό μαντίλι κρατημένο στό πάντα ὑψωμένο δεξί χέρι καί... καλά κρατάει.‘H εὐκαιρία νά «ξεδώσει» ὁ ταλαιπωρημένος αὐτός κόσμος. Ὅταν δέν εἶχαν τέτοια ὄργανα παράγγελναν τούς Χούπηδες, ἀπ’ τό κάτω χωριό: τόν Μπαρμπαγιώργη μέ τό γιό του τόν Παναγιώτη, βιολί καίοὔτι καί καλή διασκέδαση. Ἄν καί πάλι εἶχαν ἀτυχία, τότε τά καλάτά παληκάρια κατέφευγαν στήν ντόπια κομπανία: τόν Γιώργη τόνΤσιρίδα μέ τήν γκάϊντα καί τόν Κώστα τόν Πριμούδη μέ τόν νταγρέ. Σχεδόν μέσα στήν πλατεία ἕνα λαμαρινένιο τόλ μέ στρογγυλέςωἐγγλέζικες λαμαρίνες, τῆς χήρας Φώτως (Φωτεινῆς). Στό νότιο μέρος τό σπίτι τοῦ Δήμου Μιχούδη. Ψηλό καί ἀναγκαστικά περιποιημένο ἀφοῦ εἶναι στό κέντρο, στήν ἀγορά! Ἀπό κάτω καφενεῖο, ἀπέναντιτό ἕνα μέ τ᾽ ἄλλο. Πιό πέρα τά σπίτια τοῦ Ἀλέξανδρου Κολυφοῦ,τοῦ Κατσιούδη, τ᾽ Ἀτζάμου καί παραπίσω τοῦ Θανάση Τσιάγκα. Μετά εἶναι κάτι ἀχυρῶνες. Πολλοί ἀχυρῶνες αὐτό τό χωριό. Φυσικά, ἀφοῦ πολλά καί τά ζῶα. Τραβήξαμε ἀρκετά ἀπό τήν ἀριστερή μεριά τοῦ δρόμου. Γυρίζουμε στό σχολεῖο. Ἀμέσως μετά ὑπάρχει ἕνα δρομάκι πού ὀδηγεῖ στό καμπαναριό. Τό γωνιακό σπίτι εἶναι μιά ἀποθήκη τῶν Νεστορούδηδων. Τό κτῖσμα αὐτό τό ἔκτισαν οἱ Ἄγγλοι. Χρησιμοποιήθηκε σάν μπακάλικο ἐπί ἀρκετά χρόνια. Λέγεται πώς ἀπό δῶ ἄρχιζε μιά ὑπόγεια σήραγγα, ὁδηγοῦσε πιό κάτω στό σπίτι τῶν Νεστορούδηδων κι ἀπό κεῖ ἔβγαινε στό Καμπαναριό. Καί σχεδόν κολλημένο τό σπίτι τοῦ Καραμπελιᾶ, ὅπου καί τό μπακάλικο τοῦ παπποῦ. Ἀκολουθεῖ τό σπίτι τοῦ Μακαρίτη Νικόλα καί μαζί τοῦ Καρανάσιου. Ἀπό δῶ φαίνεται τό κάτω μέρος τοῦ χωριοῦ, τό Μεσοχώρι, κι ἀκόμα ὁ κάμπος καί μετά ἁπλώνεται τό ἄνοιγμα τοῦ καμπαναριοῦ. Εἴμαστε ἀρκετά ψηλά, ὥστε νά φαίνεται ἡ πεδιάδα τῶν Σερρῶν μέ τά κοντινά χωριά: Μαυροθάλασσα, Πύργος, Τράγιλος κ.ἄ. καί πρός τό βουνό, δυτικά, ἀρκετά σπίτια τοῦ Ἀηδονοχωρίου καί τό καμπαναριό. Γυρίζουμε πάλι πίσω, ἀμέσως μετά τό δρομάκι, πάντα δεξιά τοῦ κεντρικοῦ δρόμου. Στή γωνία τό σπίτι τοῦ Ἀγρουλιᾶ, ἀπό πίσω καί κατηφορικά τοῦ Θανάση Μακρῆ, δίπλα τοῦ Στεργιούκα, παρακάτω τοῦ Καραπέτσα, τοῦ Μιχάλη Μιχούδη καί πιό κάτω δεξιά τοῦ Σαρατζάνη καί παραδίπλα τοῦ Χουβαρδᾶ. Ἀκούγεται μιάψαλμωδία. Ὁ Γιῶργος διαβάζει τόν Ἀπόστολο τῆς Κυριακῆς. Καλή φωνή, μοῦ λέει ὁ Περικλῆς: «νά τόν ἀκούσ᾽ νά τραγδάει, ἄ!!». Αὐτός κι ὁ Ἀλέξης, τό Χαριτούδ᾽, εἶναι οἱ βοηθοί τοῦ δεξιοῦ ψάλτη. Δέν προχωροῦμε παρακάτω, σύνορό μας τό δρομάκι. Γυρίζουμε πίσω καί συνεχίζουμε τά σπίτια ἀριστερά ἀπό τό δρόμο. Στή γωνία τ᾽ Ἀντών’ τ᾽ Βαρσάμη, τοῦ Τσιάκγα τοῦ Δημητροῦ μπροστά στήν πλατεία, τοῦ Σαμαρᾶ καί τοῦ Ζιώγα, δέν ἔχει ἄλλα. Κι ἐδῶ δρόμος πού ὁδηγεῖ στήν Πελέκα, τή βρύση λίγο ἔξω ἀπό τό χωριό, τί ἔξω, σχεδόν συνέχεια. Ἀπέναντι ἀπό τοῦ Βαρσάμη, στήν ἄλλη γωνία, τά Καμουδέϊκα μέ τό μεγάλο τους ἀχυρώνα. Ἐδῶ μένουν τρεῖς οἰκογένειες, στό μπινά191.Στην πόρτα συναντήσαμε τό Θανάση Καμούδη. -Καλημέρα μπαρμπαΘανάσ᾽ λέει ὁ Περικλῆς, τι κάνσ᾽; Νά τώρα γύρσα ἀπ’ τ᾽ Πατσιούρα, ἔκανα καναδυό βιντούζις192. Ὁ ἴδιος ἦταν καί ὁ ὀδοντίατρος τοῦ χωριοῦ. Τά δόντια ἔβγαιναν με τανάλια ἤ με ἕνα σπάγγο στό δόντι πού πονοῦσε. Στο τράβηγμα, ὁ πόνος ἦταν φρικτός. Ἀπό πίσω τοῦ Τσέλιου Πατσούρα, τοῦ Γιαννούδη, τοῦ Κωστούδη. Ἐδῶ μέσα ἦταν καί τά Στεφανούδικα. Τελευταῖο τοῦ Χαριτούδη-τά Χαριτούδια. Ἕνας πλάγιος δρόμος πού κι αὐτός ὁδηγεῖ στήν Πελέκα. Σωστά. Ὅλα τά σπίτια τοῦ πάνω χωριοῦ ἔπρεπε νά ἔχουν πρόσβαση στό μοναδικό νερό. Ἀνάμεσα σέ δυό δρομάκια εἶναι τά σπίτια τοῦ Κομήτη,μπροστά στό μεγάλο δρόμο, τοῦ Κουτκούδη, κι αὐτό βλέπει στό δρόμο καί παραπίσω τά Κωστάδικα(Καραμπελιούδης). « Ἀπού κεῖ σ᾽ ἀπέραδέν ἔχ᾽ τίπουτα». Δίπλα, πρίν τό δρόμο γιά τ᾽ Ἤλιου τό μάτι, δυό ἀχυρῶνες: τοῦ Κωστούδη καί τοῦ Ζιώγα.Ὁ δρόμος, καί δεξιά ὁ ἀχυρώνας τοῦ Μουχτάρη, πίσω τοῦ Μακαρίτη, δεξιά τά Κουτκάδικα καί δεξιώτερα τά Μουλάδικα μέ τό φοῦρνο τους. Ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπό τά Μουλ- λάδικα τό σπίτι τοῦ Γιώργη Μακρῆ, παρακάτω τά Δασκαλούδια, πιό ἐδῶ τοῦ Καταρραχιᾶ, παρακάτω τοῦ Χρυσαφούδη, δίπλα τοῦ Λαγούδη καί τοῦ Λιάμτσιου. Ἀπό κεῖ καί κάτω δέν ὑπάρχουν σπίτια. Εἶναι ὁ λάκκος-Μπρέντας ὀνόματι. Ἄν ἀνέβουμε καί πάλι λίγο πιό ψηλά θά δοῦμε τό μεγάλο ἄνοιγμα πού προείπαμε. Ἕνας μεγάλος φραγκοπλάτανος, τριγυρισμένος μέ ξεκουραστικό γιά τούς διαβάτες πεζούλι, τό Λαμπαναριό.Ἐδῶ λέγεται πώς τά πολύ παλιά χρόνια γίνονταν κάθε Κυριακή παζάρι. Ἀνέβαιναν κι ἀπό τό Κάτω, μά πιό πολύ ἔρχονταν Τοῦρκοι Κονιάροι ἀπό τό Ἰνιλί κι ἀπό μερικές ἄλλες κτηνοτροφικές καλύβες μέσα στό βουνό, τοῦρκοι κτηνοτρόφοι (Πολύ ἐπικίνδυνοι). Λίγο παραπέρα κάτι δενδράκια, τό Ξηροπήγαδο κι ὁ πεσμένος ἀχυρώνας τοῦ Κωστούδη. - Ἄ, ἀστόησα νά σύ πῶ νά πᾶμι κι στ᾽ Μπιλέκα, προλαβαίνει ὁ συνοδός μου.Τόν καθησυχάζω. Κατεβαίνουμε τώρα γιά τό Μεσοχώρι ἀπό τό Λαμπαναριό.Ἐδῶ δεξιά εἶναι ἕνα μεγάλο-πολύ μεγάλο γιά τήν ἐποχή τουπαντοπωλεῖο, τοῦ Κώστα Λιόλιου, Ντρίγκας τό παρατσούλι του. Παντοπωλεῖο μέ τά ὅλα του. Βρίσκεις ὅ,τι θέλεις. Ἀπό βελόνες μέχρι μηχανές γιά ράψιμο. Μέ τήν ξακουστή του τσιγκουνιά ὁ Κώτσιουςἔκανε αὐτό τό μαγαζί. Πέντε κορίτσια εἶχε . Τά χρόνια αὐτά, μετά τό θάνατο τοῦ πατέρα της (1936-37) ψυχή τοῦ μαγαζιοῦ ἡ μεγάλη του κόρη ἡ Γιαννούλα. Λεβεντόκορμη, μέ μιά γοητευτική ὀμορφιά,μά, πιό πολύ, ἐμπορικό μυαλό. Κάθε λίγο Σέρρες, πολλές φορέςΘεσσαλονίκη. Καί συνήθως γύριζε στό χωριό ἀγκαζάροντας ταξί. Σκοτωμός γιά τά παιδιά ἡ ἔλευση ταξί. Μαζεύονταν ὅλα καί περιεργάζονταν τό «φαινόμενο». Μιά σταλιά αὐτοκίνητο! ‘H Γιαννούλα κρατοῦσε τό μπακάλικο γεμάτο καί αὐτή πάντα διευθετοῦσε τίς διαφορές καί τά παράπονα τῶν Κερδυλλιωτῶν. Πάντα ὁ Μπαρμπα-κώστας κατσούφιαζε ὅταν οἱ νοικοκυρές τοῦ ἔλεγαν «γράψτα στού τιφτιρούδ᾽». Μ᾽ αὐτά καί μέ ἐκεῖνα τό μαγαζί μεγάλωσε κι ἔγινε τό μεγαλύτερο στά Κερδύλλια. Δυστυχῶς ἡ Γιαννούλα πέθανε (1941) νεώτατη, 27 ἐτῶν, ἀπό φυματίωση, πού τά χρόνια ἐκεῖνα ἔκανε θραύση, στό Σανατόριο τοῦ Ἀσβεστοχωρίου. Συνεχίζουμε: παρακάτω ἀριστερά (τά δεξιά τά εἴπαμε) τό σπίτι τοῦ Κουτλούδη Ἀθανασίου μέ τόν ἀχυρώνα, ἀμέσως τοῦ Πράνη καί τοῦ Γερακούδη καί δίπλα τοῦ Μουχτάρη. Στό τρίγωνο ἀνάμεσα στά δυό δρομάκια, τοῦ Γιώργη Πατσιᾶ. Ἔτσι βγήκαμε στή μικρή πλατεία τοῦ Μεσοχωριοῦ, στή στρο φή γιά τούς Ἁγίους Θεοδώρους. Στήν πλατεία αὐτή μαζεύονται οἱ Κερδυλλιῶτες τίς Κυριακές μετά τή Λειτουργία καί συζητοῦν διάφορα θέματα τοῦ χωριοῦ μαλώνοντας καί φωνάζοντας. Παίρνουμε τό δρόμο βορειοδυτικά. Μετά τοῦ Μουχτάρη μεσολαβεῖ ἕνα «στραβό» δρομάκι, πού μᾶς πάει σέ μιά «ἐκκλησίτσα» κι ἕνα μικρό σπιτά- κι, ὅπου μένει ἡ καλόγρηα Πελαγία.’H Πελαγία! Ἦταν χήρα καί ἀφοσιώθηκε στό Θεό. Ἔκανε μέσα στό σπίτι της ἕνα παρεκκλησι καί διάβαζε παρακλήσεις. Πολλές μανάδες ἔφερναν τά μικρά τους καί τά «διάβαζε».Καλή καί εὐσεβής γυναίκα. Ὁ δρόμος πλέον τραβάει βορειοδυτικά πρός τήν Παναγία. Ἑκατέρωθεν πλῆθος σπιτιῶν. Προχωροῦμε κι ἐμεῖς καταγράφοντας τά ἀριστερά εὑρισκόμενα σπίτια. Στή γωνία δεξιά ἀπό τό δρομάκι τῆς Πελαγίας εἶναι δυό, ἕνα μικρό κι ἕνα μεγάλο, τά Παπαράδικα, δίπλα τοῦ Κουτλούδη καί πιό δίπλα τά Στοϊλάδικα. Ἕνα ἄνοιγμα, κάτι μικρά δενδράκια κι ἕνας φοῦρνος καί παραπίσω δυό σπίτια σχεδόν κολλημένα, τοῦ Λουπράνη καί τοῦ Λιόντα. Ἕνας δρόμος πάει στά Πηγάδια καί ὁ ἄλλος πρός τήν Παναγία πού εἶναι μπροστά μας καί συνεχίζει γιά Καστρί καί Εὐκαρπία.’H ἀριστερή πλευ- ρά τελείωσε. Θά συνεχίσουμε τή δεξιά ἀλλά ξεκινώντας ἀπό ψηλά, ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ χωριοῦ καί πάλι. Ἀνεβαίνουμε σιγά-σιγά. Κι ἀρχίζουμε νά κατεβαίνουμε καί πάλι πρός τό μεσοχώρι. Ἀριστερά μας ἀπότομη πλαγιά μέ παλιουργές καί πουρνάρια. Δεξιά τό ἴδιο. Λίγο παρακάτω εἶναι ὁ ἁχυρώνας τοῦ Γερακούδη καί τό ψηλό κτίριο τῆς Ἀστυνομίας. Τό κάτω μέρος εἶναι ἀποθήκη καί κάπου-κάπουκρατητήριο. Ἐδῶ μένουν 3-4 χωροφύλακες μέ τόν ὑπονωματάρχη.Καλά παιδιά, κρητικοί συνήθως. Δυό-τρεῖς ἔγιναν καί γαμπροί, πχ. ὁ Παναγιωτάκης στήν Εὐκαρπία. Καλοδιατηρημένο τό κτίριο.Ἐδῶ μοῦ λέν ἔμεναν παλιά καί οἱ Τοῦρκοι τζαντερμάδες (χωροφύλακες). Γιά λίγο ἔμειναν καί καναδυό οἰκογένειες σαρακατσαναίων. Προσπερνᾶμε. Ἀμέσως ὁ δρόμος διχάζεται.Ὁ ἕνας στρίβει καί κατηφορίζει πρός τούς Ἁγίους Θεοδώρους καί τό Ντριγανίτσι, ἑνῶ ὁ ἄλλος συνεχίζει γιά τήν Παναγία. Ἐδῶ ἀκριβῶς σχηματίζεται ἡ πλατειούλα πού εἴπαμε πιό πάνω. Ἐμεῖς συνεχίζουμε. Δεξιά εἶναι τό σπίτι «τά Φαναρούδια», καλό, ψηλό καί σέ ὡραιο μέρος. Ἀπό κεῖ καί πέρα ὑπάρχει ἕνα ἄθροισμα-μικρός μαχαλᾶς- τά Χατζάδικα-Χατζούδη, πολλά ἀδέλφια. Τέσσερα τά σπίτια, τρία στό δρόμο καί ἑνα πιό κάτω. Εἶναι τοῦ Χρήστου Χατζῆ μέ τό μικρομπακάλικο, πού ἐξυπηρετοῦσε πλήρως τούς μεσοχωρίτες γιά ὅλα τά ἀναγκαῖα μικροψώνια. Κόσμος πολύς οἱ Χατζῆδες: Γέροι,νέοι, νύφες, παιδιά, ἐγγόνια, χαρά Θεοῦ. Ἐδῶ καί τό σπίτι τοῦ νεοχειροτονημένου Παπαδημήτρη Χατζούδη. Τά σπίτια πού προσπερνοῦμε τώρα εἶναι κτισμένα σέ ἐπικλινές ἔδαφος. Παρακάτω ἔχουν κάτι «μπαχτσούδια» μέ ξηρικά ζαρζαβατικά. Κάτι ντουματούδις μιά σταλιά. Λίγο πιό πέρα τό σπίτι τοῦ Πρίμα καί λίγο παρακάτω τά Λιολιάδικα, ὅπου στήν αὐλή εἶναι δεμένα δυό τρία κατσίκια (φαίνεται εἶναι κτηνοτρόφοι οἱ Λιολιάδες). Μετά, τοῦ Γιαννούδη. Πίσω ἀκριβῶς ὑπάρχει μιά μικρή πλατεία «Μπεγλίκι» τό ὄνομα καί μετά τά δυό τελευταῖα σπίτια τοῦ χωριοῦ, τοῦ Γ. Παμπόρη καί τά Ματσιανούδια. Γιά νά ὁλοκληρώσουμε νά ποῦμε δυό τρία λόγια γιά τήν περίφημη Πελέκα. Ἦταν ἡ βρύση τοῦ Πάνω Μαχαλᾶ. Νότια τοῦ οἰκοδομικοῦ συγκροτήματος. ‘H μοναδική βρύση, ὅπως κάτω τό Ντριγανίτσι. Ἐδῶ ὁδηγοῦσαν δυό μονοπάτια πού τά περπατοῦσαν ὁλη μέρα οἱ Κερδυλλιώτισσες καί τά παιδιά. Μέ τή στάμνα στό ὦμο «κούσιβαν», ἔτρεχαν νά προφτάσουν τούς μεγάλους πού κουρασμένοι ἀπ’ τή δουλειά καί τήν ἀνηφόρα ζητοῦσαν κρῦο - δροσερό νερό. Τό νερό τῆς Πελέκας ἔβγαινε ἀπό μιά πηγή, πού ἦταν «ὅδι κεῖ». Μέ δυό τρεῖς σωλῆνες τό νερό ὁδηγοῦνταν σέ μιά δεξαμενή-στέρνα, σκεπασμένη, μ᾽ ἕνα παραθυράκι, ἀπ’ ὅπου μποροῦσε νά δεῖς τή στάθμη τοῦ νεροῦ. Στό κάτω μέρος ὑπῆρχε ἕνας μπουρμᾶς, μιά κάνουλα, ἀπ’ ὅπου ἔπαιρνε ὁ κόσμος τό νερό. Ὅταν ὑπῆρχε ὑπερχείλιση, κατευθύνονταν σέ ἕναν μπαχτσέ τοῦ Δήμου (Δημούδ᾽ ) Πατσιᾶ, ἀρκετάμεγάλο, περίπου μισό στρέμμα, μέ ὅλων τῶν εἰδῶν τά ζαρζαβατικά, καρποφόρα δένδρα κ.λ.π. Ὑπῆρχε κι ἕνας ἀκόμη μικρότερος τοῦ Κατσιούδη. Ἀπό τή βρύση αὐτή ποτίζονταν καί τά ζῶα. Κι ἐδῶ,ὅπως καί στό Ντριγανίτσι, ἔρχονταν οἱ γυναῖκες πρωί-πρωί νά «πάρουν σειρά» καί ἔκαναν τίς μπουγάδες τους, ἁπλώνοντας τά ροῦχα στό πολλά πουρνάρια, ὁδι κεῖ... Πάνω ἀπό τήν Πελέκα ἐκτείνονταν μιά ἀρκετά μεγάλη ἔκταση μέ μονοκαλλιέργεια: τά ἀμπέλια μέ τά ἐξαιρετικά σταφύλια (ξηρικά) καί τό θαυμάσιο κρασί. Αὐτά εἶναι τά Ἄνω Κερδύλλια. Τά περιγράψαμε ὅσο μπορούσαμε λεπτομερῶς. Περάσαμε δρόμους, δρομάκια, μονοπάτια, σκοντάψα- με σέ παλιά γκρεμισμένα σπίτια, ἐρείπια τώρα. Μά περάσαμε ἀπό παντοῦ. Πιστεύω ὅτι τό πάνω μέρος μέ τόν κεντρικό δρόμο εἶναι νεώτερο. Τό παλαιότερο ὀνομάστηκε Μεσοχώρι ἀργότερα, ὅταν πάνω τά σπίτια πληθύνθηκαν καί σχηματίσθηκε πλήρης μαχαλᾶς. Τό χωριό εἶναι παλιό, πολύ παλιό. Χωριό βυζαντινό, μέ ὅλα τά χαρακτηριστικά. Τά σπίτια κολλημένα τό ἕνα δίπλα καί, θά ἔλεγα, πάνω στό ἄλλο. Μιά συνοχή κατάλληλη καί λειτουργική, προσαρμοσμένη σέ χρόνους καί καιρούς δύσκολους. ‘H λειτουργικότητα φαίνεται καί ἀπό τή χωροθέτηση τῶν ναῶν. Ὁ πρῶτος ἐνοριακός ναός ἦταν ἡ Παναγία. Φυσιολογικά τό νεκροταφεῖο ἦταν ἐκεῖ πού εἶναι οἱ Ἅγιοι Θεόδωροι. Ὅταν, ἀργότερα, ὁ κόσμος πλήθυνε καί ὁ ναός Της θεωρήθηκε καί παλιός ἀλλά καί μικρός, τότε ἡ λατρεία μεταφέρθηκε στόν κοιμητηριακό τους ναό, τούς Ἁγίους Θεοδώρους. Λειτουργικά λοιπόν κτισμένο τό χωριό. Καί κτισμένο ἐκεῖ πού διευκολύνονταν ὁ κόσμος λύνοντας ὅσο μποροῦσαν νά λύσουν τό μέγα πρόβλημα τῆς λειψυδρίας. Μιά βρύση στό Ντριγανίστι καί μιά στήν Πελέκα. .’H Πελέκα, πιστεύω ὅτι προέκυψε ἀπό τήν ἐν χρήσει λέξη πελέκα (ρ.πελεκῶ)(ἐδῶ) σκληρός φλοιός δένδρου, πού τοποθετούμενος στήν πηγή, ἔμοιαζε μέ τούς παλιούς σωλῆνες, κοινῶς σουλνάρια. Ἄρα κι ἐδῶ τό νερό λίγο. Στό μέρος πού εἶναι κτισμένο τό χωριό δέ βλέπω καλύτερη διαχείριση τοῦ τοπίου. Σπίτια λοιπόν παλιά. Δέ βλέπω καινούργιες οἰκοδομές. Ὅλα λιθοδομές με λάσπη, δίπατες. Κάτω μένουν τά οἰκόσιτα ζῶα, ὁ γάϊδαρος, δυό-τρία γε- λάδια, καμιά κατσίκα γιά τό γάλα της. Στό πάνω μέρος, στούς μπινάδες, ὅπως τά λέν, μένουν μαζί δυο-τρεῖς οἰκογένειες: τοῦ πατέρα καί τῶν παντρεμένων παιδιῶν. Τό ἀδιαχώρητο. Ἄν τά σπίτια πού μετρήσαμε εἶναι γύρω στά 65, τότε οἱ 500 μέ 550 κάτοικοι διαμοιράζονται στά σπίτια αὐτά ἀνά 8-9 ἄτομα. Οἰκογένειες πατριαρχικές. Ὁ λόγος τοῦ πατέρα εἶναι νόμος.